αγεωγράφητος

αγεωγράφητος
-η, -ο [γεωγραφώ]
1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις
2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά
3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγεωγράφητος — η, ο 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία. 2. αυτός που δεν περιγράφηκε γεωγραφικά: Σήμερα δεν υπάρχουν πια χώρες αγεωγράφητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”